- πυρωτικός
- -ή, -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στην πύρωση, που προκαλεί την πύρωση, καυστικός.2. το ουδ. ως ουσ., πυρωτικό θερμαντικό ποτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυρωτικός — ή, ό / πυρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πυρωτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύρωση 2. αυτός που προκαλεί πύρωση, ο καυστικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρωτικό θερμαντικό ποτό … Dictionary of Greek
πυρωτικά — πυρωτικός heating neut nom/voc/acc pl πυρωτικά̱ , πυρωτικός heating fem nom/voc/acc dual πυρωτικά̱ , πυρωτικός heating fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτικῶν — πυρωτικός heating fem gen pl πυρωτικός heating masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτικόν — πυρωτικός heating masc acc sg πυρωτικός heating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτικαί — πυρωτικός heating fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτικοῖς — πυρωτικός heating masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτικοί — πυρωτικός heating masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτικωτάτη — πυρωτικός heating fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτικήν — πυρωτικός heating fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)